- κοντοχωριανός
- ο , κοντοχωριανή η житель, -ница соседней деревни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντοχωριανός — ή, ό ο κάτοικος κοντινού (γειτονικού) χωριού ή ο καταγόμενος από αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)